Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστυνομώ — ἀστυνομῶ ( έω) (Α) [αστυνόμος] είμαι αστυνόμος … Dictionary of Greek
Ἀστυνόμῳ — Ἀστύνομος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)